ΣΤΟ ΦΙΛΙΑΤΙ - ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΟ ΥΠΕΡΟΧΟ ΚΛΙΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΑΙ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΥΝ ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.ΕΙΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ Η ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΣΑΣ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΤΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΝΑ ΑΠΟΛΑΥΣΕΤΕ ΤΑ ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ,ΤΙΣ ΛΙΧΟΥΔΙΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΕΖΕΔΕΣ,ΤΑ ΓΝΗΣΙΑ ΚΑΙ ΣΠΙΤΙΣΙΑ ΦΑΓΗΤΑ,ΠΟΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΨΥΚΤΙΚΑ.Ο ΞΕΝΩΝΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ.

Εδώ να στέλνετε τις ανακοινώσεις σας

radiofiliati@yahoo.gr

Translate

ΤΑ ΤΕΣΣΙΡΑ ΑΔΕΡΦΙΑ…..πασιά ‘μ’....τι βόι….

Μια φουρά κ'έναν κιρό ήταν τρία αδέρφια κι μια αδιρφή. Τα πιδιά πήγιναν κι δούλιβαν στου χουράφ'. Η μάνα τ'ς κάθουνταν στού σπίτ', τ'ς έφκιανι του φαί κι του πήγινι. Μιά μέρα δεν άδειασι να πάει του φαί κι γύρ'σαν νηστικά τα πιδιά του βράδ'.
- Βρέ μάνα, τι μας έκανις σήμιρα; δεν μας ίφιρις φαί;
- Δε σας ίφιρα πιδιά, δεν άδειασα, αλλά αύριου θα στείλου την άδιρφή σας να φέρ' φαί. Είπα να τη στείλου κι σήμιρα αλλά φλάθ'κα να μη χαθεί.
- Του προυί απ' θα φύγουμι ιμείς, θα βάλουμι άχυρου στου δρόμου, θα πάρ' τ'άχυρου - τ'άχυρου κι θα ρθεί να μας βρεί.
Την άλλ' τη μέρα μαγειρέβ' φασόλια η μάνα, τα βάν' στου κακάβ' κι τα παίρ' του κουρίτσ' να τα πάει στ' αδέρφια τ'ς.
Του προυί μόλις έριξαν τ'αδέρφια τ'άχυρου, βγαίν'μιά Λάμια, γυρνάει τ'άχυρου κι του πάει προς του σπίτι τ'ς.
Ξικινάει του κουρίτσ' παίρ' τ'άχυρου - τ'άχυρου κι αντί να πάει στ'αδέρφια τ'ς, πάει στου σπίτ' τ'ς Λάμιας. Βγαίν'η Λάμια, την παίρ' μέσα κι την κράτσι ικεί. Γύρ'σαν του βράδ' τα πιδιά πάλι νηστικά.
- Ε ρέ μάνα, τι μας έφκιασις; Νηστικοί πάλι σήμιρα;
- Ούι πιδιάμ' ιγώ έστειλα του κουρίτσ' να φέρ' φαί, αλλά θα του πήρι η Λάμια.
Σκέπτουντι τ'αδέρφια τι να κάνουν.
- Θα πάου ιγώ να την πάρου λέει ου μιγαλύτιρους.
Ξικινάει πααίν' στου σπίτ' τ'ς Λάμιας. Όξου απ' του σπίτ' ήταν τρείς βρύσις, μια ξύλιν', μια πέτριν', κι μια σιδηρένια. Ηταν ακόμα κι τρείς μηλιές.
Μόλις τουν είδι η αδιρφή τ'άρχισι κι έκλιγι.
- Τι κλαίς; τη ρουτάει η Λάμια.
- Ερχιτι ου αδιρφός μ'να μι πάρ'.
- Για κο'ιτα απού ποιά βρύσ' θα πχεί νιρό κι απού ποιά μηλιά θα πάρ' μήλου;
- Απ'τη ξύλιν' τη βρύσ' είπχι νιρό κι απού καταί πήρι μήλου.
- Καλά τουν έχου λέει η Λάμια.
- Καλημέρα, λέει ου αδιρφός.
- Καλημέρα, λέει η Λάμια.
Μπαίν'μέσα στου σπίτ'. Τι θέλ'ς; Τουν ρουτάει η Λάμια.
- Ηρθα να πάρου την αδιρφή μ'λέει αυτός.
-Θα τη βάλουμι στη μέσ' του σπιτιου κι όποιους προυλάβ' θα την πάρ'.
Μόλις έκανι να την πάρ' χάαπ τουν έχ' η Λάμια τουν κατάπιι. Πάει ου ένας αδιρφός. Καρτιράν να πάει στου σπίτ' ου αδιρφός, π'θινά ου αδιρφός.
- Θα πάου κ'ιγώ λέει ου δεύτιρους.
- Βρέ πιδάκι μ', λέει η μάνα, πήγι ου πρώτους κι δε γύρσι απ' ήταν παλικάρ', θα πάς κ'ισύ;
- Θα πάου μάνα.
Ξικινάει κι πααίν'στου σπίτ'τ'ς Λάμιας. Πριν προυλάβ' να παρ' την αδιρφή τ' χάαπ τουν έχ'η Λάμια, τουν έχαψι κι του δεύτιρου. Έμεινι ου μικρότιρους αδιρφός μι τ'όνομα Κουψίδας.
- Θα πάου κ'ιγώ μάνα λέει ου Κουψίδας.
- Βρέ πιδάκι μ',πήγαν τα παλικάρια κι δε γύρ'σαν,ισύ θα γυρίισ'τώρα;
Πρίν ξικινήσ' ου Κουψίδας, πααίν' σ'ένα γύφτου κι φκιάν' μιά ματσούκα καλή σιδηρένια.
Κινάει κι πααίν' στη Λάμια. Μόλις έφτασι τουν είδι η αδιρφή τ' κι έκλιγι.
- Τι κλαίς; Τη ρουτάει η Λάμια.
- `Ερχιτι ου μικρότιρους αδιρφός μ' ου Κουψίδας να μι πάρ'.
- Γιά κοίτα απού ποιά βρύσ' θα πχεί νιρό κι απού ποιά μηλιά θα πάρ' μήλου;
- Απ'τη σιδηρένια τη βρύσ' είπχι νιρό κι απού ψηλά πήρι μήλου.
- Ασχημα την έχουμι λέει η Λάμια.
- Καλημέρα, λέει ου Κουψίδας.
- Καλημέρα, λέει η Λάμια.
Μπαίν' μέσα ου Κουψίδας.
- Τι θέλ'ς; Τουν ρουτάει η Λάμια.
- `Ηρθα να πάρου την αδιρφή μ' λέει ου Κουψίδας.
- Θα τη βάλουμι στη μέσ' κι αν μπουρέις θα την πάρ'ς, λέει η Λάμια.
Τη βάζουν στη μέσ' του σπιτιού κι ου Κουψίδας αντί να πάρ' την αδιρφή τ', τραβάει μίνια μι τη ματσούκα στου ριζάφτ' τη Λάμια, πάρτην κάτ'.
- Βάρι ακόμα μίνια λέει η Λάμια.
- `Οχ' σι φτάν' κι αυτήν η μίνια λέει ου Κουψίδας.
Την ξικοιλιάζ', βγάν' τ'αδέρφια τ', παίρ'την αδιρφή τ' κι πήγαν στου σπίτ'.
`Εκαναν γλέντ',έζησαν αυτοί καλά κ'ιμείς καλύτιρα.



Δεν υπάρχουν σχόλια: